σαρκώδης, -ης, -ες

σαρκώδης, -ης, -ες
γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η
1. γεμάτος σάρκες, παχύς, χοντρός: Σαρκώδη χείλη.
2. αυτός που μοιάζει με σάρκα: Σαρκώδης καρπός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρκώδης — fleshy masc/fem acc pl (attic epic doric) σαρκώδης fleshy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σαρκώδης fleshy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδης — ες / σαρκώδης, ῶδες, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που έχει σάρκα («θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεις», Ηρόδ.) 2. όμοιος με σάρκα ως προς την σύσταση ή την μορφή, σαρκοειδής («σαρκῶδες ἔχουσι τὸ φύλλον», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. παχύσαρκος, πολύσαρκος, χοντρός 2 …   Dictionary of Greek

  • σαρκωδέστερον — σαρκώδης fleshy adverbial comp σαρκώδης fleshy masc acc comp sg σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδει — σαρκώδης fleshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σαρκώδης fleshy masc/fem/neut dat sg σαρκώδεϊ , σαρκώδης fleshy dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδη — σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαρκώδης fleshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαρκώδης fleshy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκωδεστέρων — σαρκώδης fleshy fem gen comp pl σαρκώδης fleshy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκῶδες — σαρκώδης fleshy masc/fem voc sg σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδεα — σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σαρκώδης fleshy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώδεις — σαρκώδης fleshy masc/fem acc pl σαρκώδης fleshy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”