σαρκώδης — fleshy masc/fem acc pl (attic epic doric) σαρκώδης fleshy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σαρκώδης fleshy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκώδης — ες / σαρκώδης, ῶδες, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που έχει σάρκα («θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεις», Ηρόδ.) 2. όμοιος με σάρκα ως προς την σύσταση ή την μορφή, σαρκοειδής («σαρκῶδες ἔχουσι τὸ φύλλον», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. παχύσαρκος, πολύσαρκος, χοντρός 2 … Dictionary of Greek
σαρκωδέστερον — σαρκώδης fleshy adverbial comp σαρκώδης fleshy masc acc comp sg σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκώδει — σαρκώδης fleshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σαρκώδης fleshy masc/fem/neut dat sg σαρκώδεϊ , σαρκώδης fleshy dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκώδη — σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαρκώδης fleshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαρκώδης fleshy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκωδεστέρων — σαρκώδης fleshy fem gen comp pl σαρκώδης fleshy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκῶδες — σαρκώδης fleshy masc/fem voc sg σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκώδεα — σαρκώδης fleshy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σαρκώδης fleshy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκώδεις — σαρκώδης fleshy masc/fem acc pl σαρκώδης fleshy masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek